βούβοτος

βούβοτος
βούβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βούβοτος — grazed by cattle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούβοτον — βούβοτος grazed by cattle masc/fem acc sg βούβοτος grazed by cattle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβότους — βούβοτος grazed by cattle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”